- ἔκκοιλος
- ἔκκοιλος, ον,A sunken,
ὀφθαλμός Hp.Int.43
(fort. ἔγκοιλος).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀφθαλμός Hp.Int.43
(fort. ἔγκοιλος).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έκκοιλος — ἔκκοιλος, ον (Α) βαθουλός, σκαμμένος … Dictionary of Greek
ἔκκοιλοι — ἔκκοιλος sunken masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek